Γιώργος Σεφέρης, ο ποιητής αγαπούσε το νησί της Κρήτης - H δωρεά της βιβλιοθήκης του στην πόλη του Ηρακλείου


“…Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης…..”

Μέρος από την ομιλία του Γ. Σεφέρη στη Στοκχόλμη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ

(Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τόμ. 2, Ίκαρος)



Φέτος που συμπληρώθηκαν 61 χρόνια από τη βράβευση του Γιώργου Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας “γυρίζω προς τα πίσω” στον ποιητή της γενιάς του ‘30 που δέχτηκε αλλαγές και με ευαισθησία σφράγισε μέσα από την έκφραση του, την ενότητα σε “ παρελθόν και παρόν ”.
“Γυρίζω προς τα πίσω” στον ποιητή που άλλαξε το “ποιητικό ρου” και έκανε να συμπορευτούν η γηγενής παράδοση με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία και μάλιστα με ένα εκπληκτικό συνδυασμό λέξεων.


Όπως είχε πει ο νομπελίστας ποιητής στην «Ομιλία στη Στοκχόλμη»: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. […] Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μάς παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα» (Δοκιμές, τόμ. 2).

Ο Γιώργος Σεφέρης, παρέλαβε το Νόμπελ από τον βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο ΣΤ΄Αδόλφο. Έπειτα στην ομιλία του ο νομπελίστας Έλληνας μίλησε για την τεράστια ελληνική παράδοση, την ταυτότητα και για την αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα. Η ψυχή του Σεφέρη ήταν διαποτισμένη με Ελλάδα όμως κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα από τη Στοκχόλμη η υποδοχή του ήταν χωρίς τιμές. Ήρθε στην Ελλάδα με το πρώτο Νόμπελ λογοτεχνίας, όμως οι εκλογές που είχαν διεξαχθεί λίγες ημέρες πριν δεν επέτρεψαν στη σκέψη κανενός Έλληνα να ασχοληθεί με την υποδοχή του πρώτου νομπελίστα Έλληνα.
 

Ο Γιώργος Θεοτοκάς είχε τοποθετηθεί στο μοντερνισμό του Σεφέρη ως εξείς: υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».
Για τον Γ. Σεφέρη υπήρχε μια γέφυρα που ένωνε το παρελθόν με το παρόν. Στο πλούσιο ποιητικό του έργο αλλά και στον δοκιμιακό του λόγο, τόνισε το βαθύ του αίσθημα για την ελληνική παράδοση. Έζησε αρκετά διαστήματα εκτός Ελλάδας και δεν ήταν ενεργός στις λογοτεχνικές ζυμώσεις της Αθήνας γι αυτό και αναγνωρίστηκε σποραδικά. Το 1932 μάλιστα, ενα χρόνο δηλαδή μετά από την έκδοση της “Στροφής” είχε αναγνωριστεί η αξία του, γι αυτό και ξεκίνησαν να του στέλνουν τα βιβλία τους συγγραφείς, ζητώντας την προσωπική του γνώμη.



Η βιβλιοθήκη του Γιώργου Σεφέρη και η αγάπη του για την Κρήτη.

Στην πόλη του Ηρακλείου και τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, βρίσκεται η πολύτιμη βιβλιοθήκη του Γιώργου Σεφέρη. Την είχε δωρίσει η σύζυγος του Μάρω Σεφέρη, το 1986. Έπειτα η κόρη της Μαρώς Σεφέρη, η Άννα Λόντου, ολοκλήρωσε τη δωρεά των ιδιωτικών βιβλίων της βιβλιοθήκης του Σεφέρη, με το διπλωματικό αρχείο του Γ. Σεφέρη. Η Μάρω Σεφέρη είχε δωρίσει τα βιβλία του άντρα της στην Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, το Αρχείο του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και τις φωτογραφίες του στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
H δωρεά της βιβλιοθήκης του Σεφέρη στην πόλη του Ηρακλείου δεν ήταν καθόλου τυχαία. Από το 1980 έφορος της Βικελαίας ήταν ο Νίκος Γιανναδάκης, ο οποίος μετά από σύσταση του Μιχάλη Κοπιδάκη ( επίκουρου καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ) είχε αναλάβει να επιμεληθεί τον κατάλογο της βιβλιοθήκης στην οικία Σεφέρη. Η επικοινωνία της Μαρώς Σεφέρη με τον Νίκο Γιανναδάκη της έδωσε τη σιγουριά του ότι η Βικελαία Βιβλιοθήκη συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για να υποδεχτεί και να φιλοξενήσει τα βιβλία του άντρα της και έτσι ξαφνικά μια ημέρα του ανακοίνωσε την απόφαση της.
Από τα βιβλία του νομπελίστα ποιητή και της Μαρώς κάποια παραδόθηκαν στη Βικελαία Βιβλιοθήκη και κάποια παρέμειναν στην οικία τους. Ωστόσο εκτός από την ανάγνωση στα βιβλία τους εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αφιερώσεις και οι σημειώσεις του.
 


O ποιητής αγαπούσε το νησί της Κρήτης, θαύμαζε τον Ελευθέριο Βενιζέλο για την πολιτική του ευεργεσία, την ικανότητα του να υπερασπίζεται τα θέματα της Ελλάδας, γι αυτό και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου ( νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός που διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας ) ο Γιώργος Σεφέρης μόλις έμαθε για την κηδεία του Βενιζέλου στην Κρήτη, έκανε τα πάντα για να βρει μια θέση έστω και στο κατάστρωμα και να καταφέρει να τον αποχαιρετήσει την ημέρα της ταφής του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του μάλιστα, ο Γ. Σεφέρης έκλαιγε και η απόγνωση του ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.



Για τον Σεφέρη, το περιβάλλον και οι άνθρωποι της Κρήτης είχαν ιδιαίτερη αξία. Ο Γιώργος Σεφέρης είχε αναπτύξει φιλία με τον Στυλιανό Αλεξίου, ο οποίος όπως και ο Σεφέρης υποστήριζε την άποψη για την αδιάλειπτη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας.
 


Η Μαρώ μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα στις 10.4.1941 παντρεύτηκε βιαστικά τον Γιώργο Σεφέρη για να μπορέσει να τον ακολουθήσει στην Κρήτη. Ο ίδιος είχε διοριστεί από το 1926 υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών και θα κατέφευγαν με την ελληνική κυβέρνηση από την Κρήτη στο Κάιρο.
Το Υπουργείο δεν τους δεχόταν να ταξιδέψουν μαζί, γι αυτό και η ίδια, έχοντας καταστραφεί οικονομικά και δίχως τη δυνατότητα πλέον να συντηρεί τα παιδιά της, τα άφησε στην Πηνελόπη Δέλτα που είχε προθυμοποιηθεί να τα κρατήσει, παντρεύτηκε τον Γιώργο Σεφέρη και τον ακολούθησε στο ταξίδι του. Δεν πέρασαν πολλές ημέρες μετά από την αποχώρηση τους και η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτόνησε οπότε τα παιδιά τα πήρε στην αρχή η Μαυροκορδάτου και αργότερα η αδελφή του πρώτου συζύγου της Μαρώς.



Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. [ … ]

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.

Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει.
Καλοκαίρι 1936

Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος



Το ατμόπλοιο «Έλση» ήρθε στην Ελλάδα το 1914 για τον Τζων Μακ Δουαλ που σηματοδότησε τη νέα εποχή που ανοιγόταν τότε στη ναυτική παρουσία. Στις ελληνικές ναυτιλιακές του Παληού πέρασε το 1919 και άλλαξε πολλά χέρια μέχρι να καταλήξει στην Ατμοπλοΐα Ι.Τόγια. Πρόκειται για ένα από τα πλοία που προπολεμικά συνέδεε την Κέρκυρα με την Κεφαλονιά, την Πάτρα και τον Πειραιά και πρόκειται για το πλοίο που τον Απρίλιο του 1941 μετέφερε από τον Πειραιά στα Χανιά το Γιώργο και τη Μαρώ Σεφέρη, στελέχη της αυτοεξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και άλλους βρετανούς αξιωματούχους. Το «Έλση» απέφυγε τους γερμανικούς βομβαρδισμούς διότι στο πρωραίο αμπάρι του πλοίου οι Εγγλέζοι είχαν περίπου 80 γερμανούς αιχμαλώτους.
Ο Γιώργος και η Μαρώ Σεφέρη παρέμειναν 22 ημέρες στην Κρήτη και τις ημέρες αυτές συνέλεξαν τις καλύτερες εντυπώσεις για τους Κρητικούς. Ενθουσιάστηκαν με το μεγαλείο της ψυχής των απλών ανθρώπων που παραδίδονται με πάθος σε ότι αγαπούν. Ο ποιητής μάλιστα, αν και μακριά από τον τόπο του, ένιωσε το νησί της Κρήτης σαν τόπο δικό του. Από το λιμάνι της Σούδας αναχώρησαν 14 Μαΐου με το υπερωκεάνιο «Nieuw Amsterdam» με προορισμό την Αίγυπτο και από εκεί το Κάιρο με τελική παραμονή τους στην Αλεξάνδρεια.
Ήταν 29 Απριλίου του 1941 όταν το ατμόπλοιο «Έλση» βυθίστηκε στον όρμο της Σούδας, χτυπημένο από γερμανικά βομβαρδιστικά. Έπειτα επισκευάστηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε ως μεταγωγικό κατά τη διάρκεια της κατοχής.

Ο Γιώργος Σεφέρης:

Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Γεώργιος Σεφεριάδης από τα Βουρλά πήγε στην Αθήνα όπου ως Σεφέρης πλέον συνέχισε τις σπουδές του. Έπειτα πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομική και από εκεί βίωσε με σπαραγμό τη Μικρασιατική Καταστροφή.

 Στο Χειρόγραφο Σεπ. ’41 (ξαναδουλεμένο το 1954, σ. 71) γράφει: «Ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ τον Αύγουστο του 1914 όταν έφυγα από τη Σμύρνη. Είχα πολύ ζωντανά μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στην Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια».
 
Από τις νομικές σπουδές στο Παρίσι ( 1919 - 1924 ) βρέθηκε το 1926 διορισμένος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας και έπειτα ως υποπρόξενος του ελληνικού προξενείου στο Λονδίνο ( 1931 - 1934 ), στη συνέχεια από το 1936 - 1938 ως πρόξενος της Ελλάδας στην Κορυτσά και έπειτα επέστρεψε στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών. Το διάστημα αυτό έγινε και η γνωριμία του με τον Χένρυ Μίλλερ και το Λώρενς Τζωρτζ Ντάρελ που βρίσκονταν τότε στην Ελλάδα.
Λόγω της διπλωματικής του ιδιότητάς, η ζωή του ήταν γεμάτη από μετακινήσεις, ήρθε σε άμεση επαφή με λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής και ίσως αυτό επηρέασε την πένα του χρωματίζοντας την ελληνική παράδοση με νέα ποιητικά ρεύματα της τότε εποχής.
Η αλήθεια είναι ότι ο νομπελίστας ποιητής δέχτηκε περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική παιδεία, όμως, δεν απαρνήθηκε ποτέ την ελληνική, μονάχα την καλλιέργησε και τη μπόλιασε αποτυπώνοντας με συναίσθημα το ελληνικό τοπίο, το μυθικό στοιχείο, το παρελθόν, το παρόν και μάλιστα με εξαιρετική έκταση και ποιότητα λόγου.
Μετά από τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο Γ. Σεφέρης ακολούθησε την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο και έπειτα την Νότια Αφρική, Νότια Ιταλία και μετά από την απελευθέρωση, επέστρεψε μέσω Ιταλίας, στην Αθήνα.

………Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

 

το πεύκο, και τον βλέπεις

 

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-

χνουν οι στατιστικές,

 

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

 

λεύγες και λεύγες·

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

 

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·


……………

Γιώργου Σεφέρη, “Ο τελευταίος σταθμός”

( απόσπασμα )


Το διάστημα μεταξύ Μαίου 1941 και Οκτωβρίου 1944 και ενώ βρισκόταν μακρια από την κατεχόμενη Ελλάδα, έγραψε τα ποιήματα που αποτελούν το “Ημερολόγιο Καταστρώματος Β ”, πρόκειται για το διάστημα αναμονής για την έγκριση της μεταφορά τους στην Ελλάδα. Έπειτα διορίστηκε σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα ( 1947 - 1951 ), ασχολήθηκε με το Κυπριακό ζήτημα από το 1951 μέχρι και το 1962 υπηρετώντας στην Ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου.


Τον Μάρτιο του 1969 με τη δήλωση του κατά της χούντας των συνταγματαρχών, έχασε το δικαίωμα χρήσης διαβατηρίου και του τίτλου του πρέσβη επί τιμή. Έχοντας βιώσει παγκόσμια αναγνώριση τέσσερα χρόνια μετά το μελάνι της πένας και της ζωής του τελείωσε.


Ο Γιώργος Σεφέρης τιμήθηκε:

➤1947 Βραβείο Παλαμά
➤1963 Νόμπελ Λογοτεχνίας
➤1964 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
➤1964 επίτιμος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
➤1965 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου των ΗΠΑ, Πρίνστον
➤1968 στο Χάρβαρντ και στο Πρίνστον διαβάζει ποιήματά του



[....]

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά

35

κι ήρθε η μεγάλη στέρηση

μαζί μ’ αυτή την άνοιξη

και κάθισε κι απλώθηκε

ωσάν την πάχνη της αυγής

και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά

40

μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε

και την ψυχή μας τύλιξε.

[...]


      Άνοιξη μ.Χ., 16 Μαρτίου 1939


Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης είναι οι δύο βραβευμένοι Έλληνες με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Γιώργος Σεφέρης τιμήθηκε τον Οκτώβριο του 1963 κι έπειτα ο Οδυσσέας Ελύτης το 1979.



Κείμενο: Βούλα Νεονάκη
Πηγή φωτογραφιών: pemptousia.gr -beautemagazine.gr - mietbookstore.gr - ertnews.gr - orthodoxtimes.gr
Από το Blogger.